- μυρμηκολέοντες
- μυρμηκολέωνant-lionmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νευρόπτερα — Τάξη εντόμων που αριθμεί πολυάριθμα είδη σπάνια μικρών διαστάσεων (άνοιγμα πτερύγων 5 χιλιοστά), συχνότερα μέσου ή μεγάλου μεγέθους και ορισμένες φορές πολύ μεγάλου (μερικοί μυρμηκολέοντες έχουν άνοιγμα πτερύγων σχεδόν 17 εκ.). Τα στοματικά… … Dictionary of Greek
παλπάρης — (palpares). Γένος νευρόπτερων εντόμων της οικογένειας των μυρμελεοντιδών. Ζουν στις θερμές περιοχές, μοιάζουν με μεγάλους μυρμηκολέοντες και έχουν μεγάλα διαφανή φτερά. Το είδος π. ο λιβελλουλοειδής ζει και στην Ελλάδα. Παλπάρης ο Λιβελλουλοειδής … Dictionary of Greek
Αγαθαρχίδης — I (2ος αι. π.Χ.).Ιστορικός, αριστοτελικός φιλόσοφος, γεωγράφος και φυσιοδίφης. Γεννήθηκε στην Κνίδο αλλά έζησε στην Αλεξάνδρεια, όπου ήταν γραμματέας του Ηρακλείδη Λέμβου, αυλικού του Πτολεμαίου του Φιλομήτορος. Αργότερα, όταν έχασε τη θέση του,… … Dictionary of Greek